οχώμαι

οχώμαι
ὀχῶμαι, -άομαι (Α)
1. πηδώ
2. (η μτχ. αρσ. ενεργ. ενεστ.) ὀχῶν
(κατά τον Ησύχ.) «ὀχευτικῶς ἔχων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οχεύω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οχεύω — (Α ὀχεύω) 1. (για αρσ. ζώο και σπάν. για πρόσ. με υποτιμητική σημ.) βατεύω, μαρκαλίζω 2. (το μέσ. ως παθ.) οχευομαι (για θηλ. ζώο) βατεύομαι αρχ. 1. (για ιπποκόμο) οδηγώ τον επιβήτορα κοντά στο θηλυκό άλογο προκειμένου να τό βατεύσει 2. (το μέσ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”